- απορραιω
- ἀπορραίωἀπο-ρραίωвырывать, похищать
(τινά τι Hom. и τινά τινος Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά τι Hom. и τινά τινος Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απορραίω — ἀπορραίω (Α) [ραίω] στερώ από κάποιον κάτι, αποστερώ … Dictionary of Greek
ἀπορραίσει — ἀπορραίω bereave aor subj act 3rd sg (epic) ἀπορραίω bereave fut ind mid 2nd sg ἀπορραίω bereave fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορραίουσιν — ἀπορραίω bereave pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπορραίω bereave pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορραίσαντα — ἀπορραίω bereave aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπορραίω bereave aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορραῖσαι — ἀπορραίω bereave aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορραίσαντας — ἀπορραίω bereave aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορραίσαντε — ἀπορραίω bereave aor part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορραίσειν — ἀπορραίω bereave fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορραίσας — ἀπορραίσᾱς , ἀπορραίω bereave aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορραίσει' — ἀπορραίσειε , ἀπορραίω bereave aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)